λεξίδιο

λεξίδιο
το
μικρή λέξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεξίδιο — το (Α λεξίδιον και λεξείδιον) μικρή λέξη, λέξη που αποτελείται από λίγες συλλαβές ή λίγους φθόγγους αρχ. 1. όρος, έκφραση 2. πρόταση, φράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον). Ο τ. λεξείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • λεξύδριον — και λεξίδριον, τὸ (Α) λεξίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεξύδριον < λέξις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον). Ο τ. λεξίδριον < λεξύδριον, πιθ. με επίδραση τής λ. λεξίδιον] …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • ονομάτιον — ὀνομάτιον, τὸ (Α) [όνομα] (υποκορ. τού όνομα) λεξίδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”